- ανώγι
- κ. ανώι, το (AM ἀνώγαιον κ. -γεον)1. ο όροφος του σπιτιού πάνω από το ισόγειο2. παροιμ. «ο Μανόλης με τα λόγια χτίζ' ανώγεια και κατώγια» (για φαντασιόπληκτο)αρχ.1. αίθουσα φαγητού2. φυλακή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανώγ(ε)ι < μσν. ανώγειον < ανώγαιον ή ανώγεον. Ο τ. ανώγαιον < άνω + -γαιο(ν) < γαία. Ο τ. ανώγεον < άνω + γεο(-ν) < γη].
Dictionary of Greek. 2013.